προοδεύσεις

προοδεύσεις
προόδευσις
travelling before
fem nom/voc pl (attic epic)
προόδευσις
travelling before
fem nom/acc pl (attic)
προοδεύω
walk first
aor subj act 2nd sg (epic)
προοδεύω
walk first
fut ind act 2nd sg
προοδεύσεις , προοδεύω
walk first
aor subj act 2nd sg (epic)
προοδεύσεις , προοδεύω
walk first
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκοπή — η, ΝΜΑ [προκόπτω] 1. πρόοδος (α. «μόνο με τη δουλειά θα δεις προκοπή» β. «ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον προκοπή», Πολ.) 2. (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ προκοπαί) υλική ευημερία που είναι αποτέλεσμα εργατικότητας («τόσα χρόνια στην ξενιτιά και προκοπή δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”